- αζάλιστος
- -η, -ο [ζαλίζω]αυτός που δεν είναι ζαλισμένος, που δεν αισθάνεται ζάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζάλιστος — η, ο αυτός που δε ζαλίστηκε: Το κρασί ήταν δυνατό και λίγοι έμειναν αζάλιστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκότιστος — η, ο (Α ἀσκότιστος, ον) [σκοτίζω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει σκοτούρες, ο αζάλιστος αρχ. ο ασκοτείνιαστος, ο λαμπερός … Dictionary of Greek